Αριστερά θα ΄ναι θάλασσα, και δεξιά το ίδιο. Μ’ ένα καράβι ξύλινο, σκαρί απ’ του Παπόρια –θα κουβαλά τον Διόνυσο, θα κάμει τον κακό χαμό–, θα σεργιανίζουμε σε φεγγαράδες κι αστρόκοσμους. Νύχτες στα μετεωριτικά βράχια, στην Ανδρομέδα, σε πόλεις τους φωτός. Λεφτά δεν σου ζητώ, μα σου ζητώ παινέματα. Να λες το καλό και να σου ’ρχεται πίσω... Επάνω σε αιωρούμενο πιάνο, να περπατάς και να βγαίνει μουσική. Νότες του δάσους, του ωκεανού. Που κλαίν’, που γελούν και που χαίρονται. Που πεισμώνουν: πως θα μαγεύονται, θα πατούν τον ουρανό και πως θα νιώθουν. Θα ζωγραφίζουμε τοίχους. Θα ’ναι η ποίησή μας η ζωή – παιδιά που στέλνουν κερασένια φιλιά σε ροζ απορριμματοφόρα. Θα ερωτευόμαστε σε κάποιο Ναύπλιο, μετέωροι μα όμορφοι, ρευστοί κι αληθινοί σαν αγκαλιά. Πιασμένοι χέρι χέρι, γύρω απ’ τη φωτιά, θα τραγουδάμε να ξορκίσουμε το κακό – τους καλικάντζαρους στην άβυσσο της πλάσης. Θα είμαι εδώ. Στο βάθος συνταξιδεύουμε. Αλπινιστές στους θορύβους του κόσμου. Ναυτικοί χωρίς άστρο. Φθαρτοί μα συναρπαστικοί. Θνητοί και συνάμα αθάνατοι. Ρωμιοί εξόριστοι, ήρωες αφανείς, χαρούμενοι μαζί και λυπημένοι. Περπατάμε. Ένα χάδι πιο ψηλά, ένα βήμα πιο πέρα. Στο σύμπαν, στο άπειρο, στον βράχο, στην αγάπη, στη ζωή. Έτσι κι αλλιώς, κορφή δεν υπάρχει, μονάχα το ύψος, γράφει ο Καζαντζάκης. Να υπερβαίνεις κάθε φορά τον εαυτό σου. Όπως εκείνοι οι παράξενοι στυλίτες. Ναυαγοί κι αετοί ταυτόχρονα. Άνθρωποι της γης και του ουρανού. Άνθρωποι ανάμεσά μας. Κι όταν δεν περπατάμε, θα επιστρέφουμε. Σε τόπους που αγαπάμε. Να χορεύουμε, να πίνουμε και να γελάμε. Συντροφιά με τους αγίους. Στης Πόπης, στου Γιώργου, στου Θοδωρή. Στης Φρόσως, στου Κόκκινου, στου Ζήση, στου Φουρτούνη...
Καλή χρονιά!